- ἀστραγάλισις
- ἀστραγάλισιςplaying withfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστραγάλισις — ἀστραγάλισις, η (Α) [αστραγαλίζω] το να παίζει κανείς με αστραγάλους … Dictionary of Greek
ἀστραγαλίσεις — ἀστραγάλισις playing with fem nom/voc pl (attic epic) ἀστραγάλισις playing with fem nom/acc pl (attic) ἀστραγαλίζω play with aor subj act 2nd sg (epic) ἀστραγαλίζω play with fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)